ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΜΗΝΕΣ
ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΜΗΝΕΣ
Πήρε τ' άγρια βουνά. Μήτε ήξερε πού πήγαινε και πού βρισκόταν. Μέχρι που είδε μες στην ερημιά έναν πύργο. Περπάτησε ως εκεί και έκαμε να χτυπήσει. Μα η πόρτα του ήταν ανοιχτή. Μπαίνει μέσα, τι να δει; Ένα μεγάλο δωμάτιο, και στη μέση κρεμόταν ένας πολυέλαιος με δώδεκα λαμπάδες κι από κάτω δώδεκα παλικάρια κάθονταν και μιλούσαν. Τρία απ' αυτά είχαν τα στήθια του: ανοιχτά και στα χέρια τους βαστούσαν τρυφερά χορτάρια κι ανθισμένα κλωνάρια δέντρων. Άλλα τρία ήταν γυμνά από τη μέση και πάνω και κρατούσαν ξερά στάχυα. Πιο πέρα, άλλα τρία παλικάρια...