ΝΥΧΤΑ
ΝΥΧΤΑ
Συχνά του ύπνου η συντροφιά με ξαγρυπνούσε·
ώρα πολλή τα λόγια του πάσχιζα να σηκώσω
μέσα στης νύχτας την ακάματη τριβή:
σιωπή σπαρμένη χώσματα ακάμωτων σωμάτων,
κραυγές που δεν ανθίσανε σε γλώσσα ερημική.
Τρόμαζα την επιμονή τέτοιας αδυναμίας·
ψιθύριζα και κάποτε κάτι ειπωμένο αλλού
σαν να 'δειχνε η φωνή μου,
σιωπούσα κι ακουγότανε λαλίστατη η σιωπή μου.
Συχνά του ύπνου η συντροφιά με βοηθούσε,
απ' όσα του ύπνου: θάνατος,
ό,τι επίμονα δικό να περισώσω.
[Από την έκδοση]