ΑΛΟ ΠΑΤΡΙΔΑ (No 10)
ΑΛΟ ΠΑΤΡΙΔΑ (No 10)
Η ΜΑΝΑ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
Πώς πέρασαν
Εκείνη δεν πρόλαβε να φοβηθεί
καλά καλά
Τα τριζόνια της βαθιάς νύχτας
ήταν στεριωμένα έξω απ' τα γαλανά της
μάτια
Άγγελοι μας φορούσαν τις σχολικές ποδιές
Σ' εμένα έλαχε ο κατώτερος κλήρος
να ζήσω ακόμα ως τα τώρα
με το φάντασμά της
Οι άλλοι χαίρονταν αφημένοι στο δρόμο
Ο πατέρας άργησε πολύ
μετέωρος στο κλουβί του
νιώθω ακόμα τα χέρια του
να με σηκώνουν ψηλά σαν έπαθλο
όταν κατάλαβε ότι άξιζα τη λαχτάρα του
[Από την έκδοση]