Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
Τρεις μέρες μπορεί να κράτησε αυτό. Η περιπλάνηση. Την τρίτη μέρα πήγα κανονικά και έκανα όλη τη διανομή. Λόγω του θέρους, ο σάκος ήταν σχεδόν άδειος, αλλά ήθελα να κάνω και την τελευταία παράδοση. Ένιωθα κουρασμένος, δεν είχα κουράγιο. Επέστρεψα στο σπίτι, περίμενα να ξυπνήσει ο γιος, άφησα την Αρτεμισία να πλένει τα ρούχα του. Άκουσα ότι ξύπνησε. Γέμισα το πιάτο, να του το πάω στο κρεβάτι. Στο διάδρομο σταμάτησα. Έβγαλα το σακουλάκι με το δηλητήριο που μου είχε δώσει η Ελπινίκη. Το άδειασα μέσα στο πιάτο. Όλο το άδειασα. Ύστερα δεν άκουγα, δεν έβλεπα. Η νύχτα μπήκε στα μάτια μου. Ένιωθα πως μεγάλωνα και έβγαινα έξω από το δέρμα. Αλλά εκεί, έξω από μένα, δεν ήμουν εγώ. Δεν ήμουν εγώ, γιατί δεν υπήρχε καθόλου χρόνος.
Η πλοκή αναπτύσσεται σε μια μικρή, ορεινή κοινότητα του Ρεθύμνου. Ο ήρωας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τη δική του ιστορία και καλύπτει τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια της ζωής του, μέχρι το 1964. Ταχυδρόμος στον ορεινό τομέα του Νομού του, αναφέρεται στην πλατωνική πρώτη αγάπη της νιότης του, στο προξενιό με το οποίο παντρεύτηκε μια γυναίκα άλλη από αυτήν που του είχαν δείξει στους αρραβώνες και στο φοβερό φονικό που «αναγκάζεται» να κάνει, χωρίς να εξηγεί τους λόγους ο ίδιος. Αφήνει, έτσι, την ευχέρεια στον αναγνώστη να δώσει τη δική του εξήγηση με βάση τις προκαταλήψεις εκείνων των χρόνων στις μικρές κοινωνίες της επαρχίας, όπου το πεπρωμένο έχει βαθιά και αρχαία καταβολή.