ΕΝ ΚΟΥΡΟΥΝΙΟΙΣ
ΕΝ ΚΟΥΡΟΥΝΙΟΙΣ
Το μικρό πατρικό μας σπίτι στο χωριό, ήτανε γιομάτο κόσμο, σχόλες και καθημερινές. Ζούσαμε σε μιαν ανθρώπινη, ζεστή γειτονιά, που οι κάτοικοι έδειχναν αγάπη και φροντίδα ο ένας για τον άλλο. Τα χειμωνιάτικα βράδια, καθισμένοι σιμά στην πυροστιά ή γύρω από ένα μαγκάλι, ιστορούσαν τα περασμένα. Σαν άνοιγε ο καιρός, έβγαιναν απόξω για να βεγγερίσουν. Εκεί υπήρχαν τρεις σκάλες, αντίκρυ η μια στην άλλη, που οδηγούσαν στα ξάτα των γειτονικών σπιτιών. Πάνω σ' αυτά τα σκαλιά, οι γείτονες, κάθουνταν να ξαποστάσουν, να κουβεντιάσουν μα πιότερο ν' αστειευτούν ο ένας με τον άλλο. Ο αχός απ' τα γέλια και τις φωνές τους είναι ακόμα ζωντανός. Οι απορίες απ' τις αφηγήσεις τους, ακόμα χωρίς απόκριση. Αυτοί μας δασκαλέψανε να νοιαζόμαστε για την παράδοση και τη μικρή πατρίδα, τον τόπο της καταγωγής μας. Στο διάβα του καιρού, η καθημερινότητα δεν κατάφερε να ξεθωριάσει μορφές και λόγια. Θάρρεψα λοιπόν, πως έπρεπε, κάποια τουλάχιστον, να τα χαράξω στο χαρτί με την ερασιτεχνική μου πένα. Ζύγισα φορές πολλές, τι πρέπει να διηγηθώ, και τι όχι. Κι' ακόμα συλλογίστηκα στα σοβαρά, πως για να μου τα πουν, ίσως εκείνοι να 'χαν την προσδοκία, κι' εγώ το χρέος, να τα περάσω στις επόμενες γενιές. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) Πρόλογος Ο τσοπανάκος της Αμανής Μέρες οργής Χαμηλή πτήση Το κουτί με τη σημαία Κοτσάκος! Κοτσάκος! Παρώ λέω! Ο άγνωστος ρασοφόρος Στου Μαγιού τις μυρωδιές Θλίψις μας κατέχει για τον Βασίλην μας Ο Νικόλας του Φτανάδου Ο θλιμμένος Νοέμβρης Για ένα πενηντάρι Ο γέροντας με τις βράκες Στα ξάτα της Κάτω γειτονιάς Το ρίφι των Χριστουγέννων Ευχαριστίες Γλωσσάρι