Τα χέρια της κοπέλας κινούνται. Στο τρένο Πορντενόνε-Μέστρε διαβάζει μια παρτιτούρα, συνεπαρμένη από την αόρατη κίνηση που μέσα της ακούει τα πάντα. Ταλαντεύεται στο κάθισμα οι κόρες των μαπάνω στο πρόσωπό της, έντρομα. Τα χέρια. Η μουσική. Θα ’θελα να της πω: ακούω. Είμαστε. Είμαι. Είμαστε όλοι μέσα σ’ αυτόν τον ήχο.