''Και στρέφω - μα είχα τόσο θαμπωθεί / που πίσω απ' τους δασκάλους μου πηγαίνω / σαν κάποιος που οδηγεί η ακοή. / Κι όπως το αεράκι μυρωμένο / του Μάη, προμηνώντας την αυγή, / φυσάει με όλα τ' άνθη φορτωμένο, / στο μέτωπό μου αύρα απαλότατη / νιώθω, και τις φτερούγες να σαλεύουν / σαν νά' χε αμβροσία παντού χυθεί. / Κι ακούω: «Μακάριοι όσοι γυρεύουν / τη φώτιση· του πάθους οι καπνοί / του αλόγιστου δεν θα τους παγιδεύουν· / με μέτρο να πεινούν θά' ναι ικανοί».'' - Άσμα 24